- εὔσχολος
- εὔσχολοςunoccupiedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εύσχολος — εὔσχολος, ον (Α) 1. ο εύκαιρος 2. αυτός που δεν είναι απασχολημένος (ιδίως σε πόλεμο) 3. ήσυχος, ήρεμος 4. αυτός που έχει τον χρόνο να ασχοληθεί σοβαρά, να αφοσιωθεί σε κάτι. επίρρ... εὐσχόλως (Μ) με εύσχολο τρόπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σχολος (< … Dictionary of Greek
εὔσχολον — εὔσχολος unoccupied masc/fem acc sg εὔσχολος unoccupied neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσχολώτερος — εὔσχολος unoccupied masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐσχόλοις — εὔσχολος unoccupied masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔσχολοι — εὔσχολος unoccupied masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευσχολώ — εὐσχολῶ, έω (Α) [εύσχολος] 1. είμαι εύσχολος, ευκαιρώ 2. έχω ευκαιρία να κάνω κάτι … Dictionary of Greek
ευσχολία — εὐσχολία, ἡ (Α) [εύσχολος] σχολή, αργία, ευκαιρία … Dictionary of Greek